προστριβω

προστριβω
    προστρίβω
    προσ-τρίβω
    (ῑ)
    1) тереть, натирать, обтирать
    

(τὰ βράγχια προστρίβοντα Arst.)

    προστετριμμένος τινί Aesch. — обтершийся обо что-л., т.е. очистившийся общением с чем-л.

    2) тж. med., перен. сообщать, уделять, придавать
    

(τὸ ἀνθρώπειον πάθος τοῖς θεοῖς Diog.L.)

    πλούτου δόξαν προστρίβεσθαί τινι Dem. — приписывать кому-л. богатство;
    τὰς αἰτίας τινὴ προστριβόμενος Plut. — сваливая на кого-л. вину

    3) преимущ. med. навлекать, налагать
    

(γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται Aesch.)

    πληγὰς προστρίβεσθαί τινι Arph. — наносить кому-л. побои

    4) med. причинять
    

(συμφοράν τινι Dem.)

    προστρίψασθαί τινι ἀνάγκην τινός Plut. — принудить кого-л. к чему-л.


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "προστριβω" в других словарях:

  • προστρίβω — προστρί̱βω , προστρίβω rub on pres subj act 1st sg προστρί̱βω , προστρίβω rub on pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστρίβω — ΝΑ [τρίβω] τρίβω κάτι πάνω σε ή με κάτι άλλο αρχ. 1. αποδίδω («πᾱν τὸ ἀνθρώπειον πάθος τοῑς θεοῑς προστρίβειν», Διογ. Λαέρ.) 2. (με καλή σημ.) προσάπτω («πλούτου δόξαν προστρίψασθαι τοῑς κεκτημένοις», Δημοσθ.) 3. προσδίδω («προστρίβεσθαι [χροιᾱς] …   Dictionary of Greek

  • προστρίβω — προσέτριψα 1. τρίβω δύο πράγματα μεταξύ τους. 2. το μέσ., προστρίβομαι τρίβομαι πάνω σε κάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προστριβέντα — προστρίβω rub on aor part pass neut nom/voc/acc pl προστρίβω rub on aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστριβέντων — προστρίβω rub on aor part pass masc/neut gen pl προστρίβω rub on aor imperat pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστρῖβον — προστρίβω rub on pres part act masc voc sg προστρίβω rub on pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσετρίβη — προστρίβω rub on aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσετρίβησαν — προστρίβω rub on aor ind pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστετρῖφθαι — προστρίβω rub on perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστριβεῖσα — προστρίβω rub on aor part pass fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστριβεῖσαν — προστρίβω rub on aor part pass fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»